- αρμολογώ
- (ε) μετ. монтировать, собирать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρμολογώ — (Α ἁρμολογῶ, έω) συναρμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + λογώ ( έω) (< λογος < λόγος)] … Dictionary of Greek
αρμολογώ — ησα, ήθηκα, ημένος, γεμίζω με κονίαμα τους αρμούς ανάμεσα στις πέτρες ενός τοίχου: Δεν τον αρμολόγησες, μάστορη, καλά τον τοίχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁρμολογῶ — ἁρμολογέω join pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἁρμολογέω join pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αρμολόγηση — και λογιά, η [αρμολογώ] η συναρμολόγηση, η τοποθέτηση αντικειμένων ή εξαρτημάτων ώστε να συνδυάζονται οι αρμοί τους … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συναρμολογώ — συναρμολογῶ, έω, ΝΜΑ [ἁρμολογῶ] συναρμόζω, συνενώνω επιμέρους τμήματα ή τεμάχια για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου μσν. αρχ. (το μέσ.) συναρμολογοῡμαι, έομαι (για την Εκκλησία και το σώμα τών πιστών) συνενώνομαι αρχ. μτφ.… … Dictionary of Greek